- προσπεριεργάζομαι
- προσπεριεργάζομαιbusy oneself still furtherpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπεριεργάζομαι — ΜΑ ασχολούμαι με κάτι ακόμη με προσοχή και επιμέλεια αρχ. εναντιώνομαι στην πορεία τής φύσης … Dictionary of Greek
προσπεριεργαζόμεθα — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres ind mp 1st pl προσπεριεργάζομαι busy oneself still further imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπεριεργαζόμενοι — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπεριεργάζεσθαι — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπεριεργάζεται — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπεριεργάζοιτο — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπεριεργάζονται — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπεριεργάσασθαι — προσπεριεργάζομαι busy oneself still further aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)